- αντικαθρεφτίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, αντανακλώ την εικόνα κάποιου αντικειμένου: Η ευγένεια της ψυχής του και η ευαισθησία του αντικαθρεφτίζονται στο έργο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.