αντικαθρεφτίζω

αντικαθρεφτίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, αντανακλώ την εικόνα κάποιου αντικειμένου: Η ευγένεια της ψυχής του και η ευαισθησία του αντικαθρεφτίζονται στο έργο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντικαθρεφτίζω — αντικαθρέφτισμα βλ. αντικατοπτρίζω, αντικατοπτρισμός …   Dictionary of Greek

  • αντικατοπτρίζω — 1. αντικαθρεφτίζω, ανακλώ 2. φανερώνω, δείχνω καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κατοπτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”